Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διακαιω
διακαίω
δια-καίω
v. l. διακάω
; 1) разжигать, раскалять
ex. (διακαίων τέν διέξοδον αὐτοῦ, sc. ὁ ἥλιος Her.; ἄνθρακες διακεκαυμένοι Arst.)
διακεκαυμένος ἐς τὸ μελάντατον Luc. — обожженный до черноты, тж. сильно загорелый;
ἡ διακεκαυμένη ζώνη Plut. — жаркий пояс
; 2) перен. разжигать, распалять
ex. (τὸν Θησέα διέκαιεν ἡ δόξα τῆς Ἡρακλέους ἀρετῆς Plut.)
οὕτως ἐταράχθησαν καὴ διεκάησαν, ὥστε … Plut. — они были так расстроены и взволнованы, что …;
διακέκαυται ὡς τὸ εἰκός Luc. — он, естественно, вспылил