Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πληροφορεω
πληροφορέω
πληρο-φορέω
; 1) исполнять ex. (διακονίαν NT.); pass. исполняться, сбываться
ex. (ἵνα τὸ κήρυγμα πληροφορηθῇ NT.)
; 2) полностью удостоверять
ex. πληροφορηθείς NT. — вполне уверенный;
τὰ πεπληροφορημένα πράγματα NT. — вполне достоверные события