Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προκινδυνεύω
προκινδῡνεύω
προ-κινδῡνεύω первым подвергаться опасности, сражаться в первых рядах (ὑπὲρ и περὶ τῆς ἐλευθερίας Lys., Polyb.):
π. τινί τινος Thuc. сражаться с кем-л. за кого-л.;
π. τοῖς Κελτοῖς Polyb. первым начинать сражение с кельтами;
προεκινδύνευε τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Plut. (Пелопид) был первым в жесточайших боях.