Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διπλοω
διπλόω
δι-πλόω
; 1) удваивать, сдваивать
ex. (ἡ φάλαγξ ἐδεδίπλωτο Xen.)
; 2) складывать вдвое
ex. (τρίβωνα Diog.L.)
; 3) сгибать, pass. загибаться, притупляться
ex. (αἱ μάχαιραι διπλοῦνται Plut.)
; 4) возмещать вдвое
ex. (διπλῶσαι διπλᾶ κατὰ τὰ ἔργα τινός NT.)