Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναταρασσω
ἀναταράσσω
ἀνα-τᾰράσσω
атт. ἀνατᾰράττω
; 1) мутить, взбалтывать (sc. τὰ θολώδη Arst.)
; 2) приводить в неистовство, возбуждать
ex. (τινά Eur.)
; 3) смущать
ex. (ὑπὸ τοῦ ἔμπροσθεν λόγου πεπεισμένους Plat.)
; 4) приводить в беспорядок, расстраивать
ex. (στράτευμα ἀνατεταραγμένον Xen.; ἀναταραχθεῖσαι πόλεις Plut.)