Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκλιπης
ἐκλιπής
ἐκ-λῐπής
adj.=2 2
; 1) оставленный, брошенный
ex. (ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον Thuc.)
; 2) недостающий, нехватающий
ex. (τινι Arst.)
τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο Thuc. — произошло небольшое затмение солнца