Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
οσφραινομαι
ὀσφραίνομαι
ὀσφραίνομαι (fut. ὀσφρήσομαι, aor. 2 ὠσφρόμην, ион. aor. 1 ὠσφράμην; adj. verb. ὀσφραντός)
; 1) нюхать, обонять (ὀδμήν Her.; ἀκούειν καὶ ὁρᾶν καὶ ὀ. Plat.; ἡ αἴσθησις ἡ τοῦ ὀσφραίνεσθαι Arst.):
ὀ. τινος Her., Arph., Xen., Luc. вдыхать запах чего-л., обонять что-л.;
; 2) перен. чуять, ощущать присутствие (τῆς τυραννίδος Arph.; χρυσίου Luc.).