Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιστρατευω
ἐπιστρατεύω
ἐπι-στρᾰτεύω
; 1) отправляться в поход, идти войной
ex. (τινί Eur., Arph., Thuc., Xen. и ἐπί τινα Arst.; ἐπὴ τέν χώραν Plat., Dem.; πατρίδα τινός Soph.; πόλιν τινά Eur.; εἰς Θετταλίαν Aeschin.; med.: ἐπ΄ Αἴγυπτον Her.; χώρᾳ τινι Xen., Plat.)
; 2) med. воевать, бороться
ex. (διπλοῦν πῆμα Eur.)
; 3) med. нападать
ex. (ἐπεστρατεύσατο τὰ βλέφαρα ὕπνος Arph.)