Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιδεω
ἐπιδέω
ἐπι-δέω
I.
(fut. ἐπιδήσω)
; 1) привязывать, прикреплять
ex. (λόφον Arph. и med. ἐπὴ τὰ κράνεα λόφους Her.; ἐπιδούμενοι πρὸς ἀλλήλους Plut.)
; 2) перевязывать
ex. (ἐπιδεδεμένος τὰ τραύματα Xen.)
II.
(fut. ἐπιδεήσω)
; 1) тж. med. не иметь, быть лишенным
ex. (τινος Plut.)
τετρακόσιαι μυριάδες ἐπιδέουσαι ἑπτὰ χιλιάδων Her. — четыре миллиона без семи тысяч;
ἐπιδεόμενος τριάκοντα ἡμερῶν Plat. — которому не хватает еще тридцати дней;
ἐπιδεῖ τινος impers. Plat. — не хватает чего-л.
; 2) med. нуждаться
ex. (τινος Her., Xen.)
οὗ ἂν μέ οἴηται ἐπιδεῖσθαι Plat. — в чем он, по его мнению, не нуждается