Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κεραια
κεραία
ἡ
; 1) досл. рог, перен. роговой лук
ex. (ἐξᾶλτο κεραίας ἰός Anth.)
; 2) щупальце
ex. (τῶν καρκίνων, τῶν ἐντόμων Arst.)
; 3) мор. рея Aesch. etc.
ex. κεραίας ὑφιέναι Plut. — спускать паруса
; 4) брус, балка
ex. (κεραῖαι δελφινοφόροι Thuc.; κεραῖαι ἀπὸ τῶν τειχῶν ὑπεραιωρούμεναι Plut.)
; 5) ножка циркуля
ex. (ἡ κ. κυκλογραφοῦσα Sext.)
; 6) выступ, конец
ex. (κεραῖαι γραμμῆς Plut.)
; 7) черточка или значок
ex. (γραμμάτων Plut.; ἰῶτα ἓν ἢ μία κ. NT.)
; 8) сук или жердь
ex. (δύο κεραίας ἔχουσιν οἱ χάρακες Polyb.)
; 9) выступ, мыс или коса
ex. (ἠπείροιο Anth.)
; 10) отросток, мыщелка
ex. (τοῦ ἀστραγάλου Arst.)