Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποσκεδαννυμι
ἀποσκεδάννυμι
ἀπο-σκεδάννῡμι
(fut. ἀποσκεδῶ)
; 1) рассеивать, разгонять
ex. (τινάς Hom.; καπνόν Plut.)
; 2) перен. удалять от себя, отгонять
ex. (μύσος Soph.; τὰ μίση καὴ τὰς διαβολάς τινος Plut.)
; 3) pass. разбегаться ex. (οἱ ἐκ Τροίης ἀποσκεδασθέντες Her.); убегать, удаляться
ex. (ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου Xen.)
; 4) med. отстранять от себя
ex. (τὸν φλύαρον Plat.)