Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναπετομαι
ἀναπέτομαι
ἀνα-πέτομαι
поэт. ἀμπέτομαι (fut. ἀναπτήσομαι, aor. 2 ἀνεπτόμην)
; 1) взлетать, улетать
ex. (πρὸς Ὄλυμπον Arph.; εἰς τὸν οὐρανόν Plat., Aeschin.)
αἰθερία ἀνέπτα Eur. — она вознеслась в эфир
; 2) подпрыгивать, трепетать
ex. περιχαρές ἀνεπτάμᾱν (дор.) Soph. — я трепещу от восторга;
ἀνέπταν φόβῳ Soph. — я охвачен страхом