Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κινδυνος
κίνδυνος
κίνδῡνος
ὁ
; 1) опасность
ex. (ἐν κινδύνοις εἶναι Dem.; κινδύνῳ βαλεῖν τινα Aesch., ἐς κίνδυνον καθιστάναι τινά Thuc. и κινδύνους (ἐπι)φέρειν τινί Aeschin.)
κίνδυνον ἀναλαβέσθαι Her. (ὑποδύεσθαι Xen., ξυναίρεσθαι или ἐγχειρίζεσθαι Thuc., αἴρεσθαι Eur., Dem. или ποιεῖσθαι Isocr.), ἐς κίνδυνον ἔρχεσθαι или ἐμβαίνειν Xen., κινδύνῳ περιπίπτειν Thuc. — подвергать себя или подвергаться опасности;
πάντα κίνδυνον ὑπομεῖναι Xen. — идти на любую опасность;
κ. γίγνεταί τινι Xen. и κ. καταλαμβάνει τινά Dem. — (это) угрожает кому-л.;
σοὴ κ. ἦν βασανισθῆναι Lys. — тебе угрожала опасность подвергнуться допросу;
Φρυγῶν πόλιν κ. ἔσχε δορὴ πεσεῖν Ἑλληνικῷ Eur. — над городом фригийцев нависла опасность пасть от греческого оружия;
κίνδυνον διαλύειν Dem. — устранить опасность
; 2) рискованное предприятие, смелый поступок
ex. κινδύνου τοῦ ταχίστου προσδεῖται Thuc. — необходим немедленный и решительный шаг
; 3) решительная борьба
ex. (μέγας καὴ δεινὸς κ. ἠγωνίσθη Lys.)