Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αγαθος
ἀγαθός
ἀγᾰθός
adj.=3 3
(ᾰγ) (compar. ἀμείνων, βελτίων, κρείσσων, λωΐων, λῴων, поэт. тж. ἀρείων, βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος; superl. ἄριστος, βέλτιστος, κράτιστος, λώϊστος, λῷστος, поэт. тж. βέλτατος, φέριστος, φέρτατος, κάρτιστος)
; 1) хороший, отличный
ex. (ἰητήρ, θεράπων Hom.)
ἀ. τι Hom., Her., Plat., εἴς и πρός τι Plat., περί τι Lys., ἔν τινι Plat. и ποιεῖν τι Hes., Plat. — искусный (отличившийся) в чем-л.
; 2) добрый, благой
ex. (δαίμων Arph.; θεός Plut.)
καλὸς κἀγαθός Plat. — нравственно (духовно) совершенный;
ὦ ΄γαθέ! Plat. — ах, мой милый!
; 3) доблестный, храбрый
ex. (Ἀχιλλεύς Hom.)
βοέν ἀ. Hom. — славный в бою
; 4) благородный, знатный Hom., Pind., Soph., Eur.
ex. δεσπόται ἀγαθοί τε καὴ ἐξ ἀγαθῶν Plut. — знатные повелители из знатных родов