Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υπισχνεομαι
ὑπισχνέομαι
ὑπ-ισχνέομαι
эп.-ион. ὑπίσχομαι (impf. ὑπισχνούμην, fut. ὑποσχήσομαι, aor. 1 ὑπεσχέθην, aor. 2 ὑπεσχόμην, pf. ὑπέσχημαι)
; 1) обещать
ex. (δῶρά τινι Hom.)
ὑποσχόμενος αὐτοῖς μέ πρόσθεν παύσεσθαι πρὴν … Xen. — обещав им, что он не успокоится, пока не …;
ἤρχετο ἔκ δέκα ταλάντων ὑπισχνεόμενος Her. — он начал с того, что обещал десять талантов;
ὑ. θυγατέρα ἥν Hom. — обещать свою дочь (в жены)
; 2) объявлять, заявлять, уверять
ex. (τοῦ Νείλου τὰς πηγὰς οὐδεὴς ὑπέσχετο εἰδέναι Her.)
τοῦτό γε σφόδρα ὑπισχνεῖτο πάντων διαφέρειν αὐτός Plat. — вот он и заявляет, что в этом отношении он превосходит всех