Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκστατικος
ἐκστατικός
ἐκ-στᾰτικός
adj.=3 3
; 1) смещающий
ex. (κίνησις Plat.; μεταβολέ πᾶσα ἐκστατικόν ἐστιν Arst.)
; 2) приводящий в восторженное состояние
ex. (ἡδοναί Plut.)
; 3) потерявший самообладание, обезумевший
ex. (διὰ πάθος и ὑπὸ ὀργῆς Arst.; ἔ. καὴ παραφρονοῦν Plut.)
; 4) легко возбуждающийся
ex. (ζῷα Arst.)