Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναμιγνυμι
ἀναμίγνυμι
ἀνα-μίγνῡμι
v. l. ἀναμείγνυμι, поэт. ἀμμίγνῡμι, редко ἀναμιγνύω
; 1) примешивать, смешивать
ex. (πάντα Her.; τι πρός τι Plut.; ἑαυτόν τισι Luc.; αί ἡδοναὴ ἐν λύπαις ἀναμεμιγμέναι Plat.)
ὁμοῦ πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. — смешавшись в общую кучу;
τοῖς περιστῶσι τὸν βωμὸν ἀναμιχθέντες Plut. — смешавшись с толпой, окружавшей алтарь;
ἀναμίγνυσθαι ἑαυτῷ τὰς τύχας τινός Eur. — связывать свою судьбу с чьей-л.
; 2) med. находиться в близких отношениях, общаться
ex. (παρ΄ ἀλλήλους ἰόντες καὴ ἀναμιγνύμενοι Plut.)