Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιτεμνω
ἐπιτέμνω
ἐπι-τέμνω
ион. ἐπιτάμνω (fut. ἐπιτεμῶ, aor. ἐπέτᾰμον) тж. med.
; 1) надрезывать, рассекать
ex. (μαχαίρῃ τι Her.; τέν αὑτοῦ κεφαλήν Aeschin.)
; 2) разрезать
ex. (κατὰ μῆκός τι Her.)
; 3) отрезать, отрубать
ex. (τέν κεφαλήν Dem.)
; 4) урезывать, сокращать
ex. (τὰ ἐπιχειρήματα Arst.)
; 5) перебивать
ex. (λέγοντά τινα Polyb.)
; 6) отбрасывать, сводить к нулю
ex. (τὰς προφάσεις Polyb.)