Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αντικαθημαι
ἀντικάθημαι
ἀντι-κάθημαι
ион. ἀντικάτημαι <pf. praes. к ἀντικαθίζομαι>
; 1) быть расположенным (лагерем) напротив Thuc., Xen., Polyb., Plut.
ex. τοῖς τείχεσιν ἀ. Plut. — стоять у стен (города), осаждать (город)
; 2) противостоять, противоречить
ex. (ἰσχυρὸς ἀντικάθηται τούτῳ λόγος Sext.)