Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταργυροω
καταργυρόω
κατ-αργῠρόω
; 1) отделывать серебром или серебрить
ex. (τὰ κλινίδια Plut.; οἱ κατηργυρωμένοι προμαχεῶνες Her.)
; 2) прельщать деньгами, подкупать
ex. καὴ ταῦτ΄ ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω Soph. — решай (сам), говорю ли я это, движимый подкупом