Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προακουω
προακούω
προ-ᾰκούω
; 1) слышать раньше
ex. (τι Her. etc.; περί τινος Dem. и τινός Polyb.)
; 2) слушать раньше
ex. ἀκούσατε δέ μου, προακηκοότες μὲν καὴ ἐν τοῖς πρόσθεν Plat. — выслушайте меня, как вы слушали (меня) раньше