Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πλημυρις
πλημυρίς...
πλημμυρίς, πλημῡρίς
-ίδος
ex. ( Hom. ῠ) ἡ
; 1) прилив
ex. (ἐκ πόντοιο Hom.; τῆς θαλάσσης Her.)
; 2) разлив, наводнение
ex. (πλημυρίσιν ἐπικλύζεσθαι Arst.)
ὀφθαλμότεγκτος π. Eur. — потоки слез