Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εισβιαζομαι
εἰσβιάζομαι
εἰσ-βιάζομαι
врываться силой, вторгаться
ex. (πρός τινα Diod.; εἰς τοὺς οἴκους и μετὰ τῶν ὅπλων Plut.)
ὢν οὐκ ἀστὸς εἰσβιάζεται Arph. — не являясь гражданином, он хочет им стать насильно;
εἰς τέν ἀρχέν εἰ. Plut. — силой захватить власть;
εἰ. τινα ἄκοντα ποιεῖσθαί τι Dem. — силой принудить кого-л. к чему-л.