Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιδηλος
ἐπίδηλος
ἐπί-δηλος
adj.=2 2
; 1) явный, ясный, очевидный, заметный
ex. (ἡ μεταβολέ γίνεται ἐ. Arst.)
ἐπίδηλόν τινι ποιεῖν Arph. — разъяснить кому-л.;
θέλων μέ ἐ. εἶναί τινι Her. — желая скрыть свое намерение от кого-л.;
κλέπτων ἐστὴ ἐ. Arph. — ясно, что он ворует
; 2) замечательный, особенный, чрезвычайный
ex. (οὐδὲν ἐπίδηλον ποιεῖν Xen.; συμβαίνει οὐδὲν ἐπίδηλον Arst.)