Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταληγω
καταλήγω
κατα-λήγω
; 1) приходить к концу, кончаться
ex. (ποῖ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης; Aesch.)
πρὴν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος Aesch. — прежде чем прошла старая боль;
κ. πρός τι Arst., ἔν τινι и περί τι Plut., εἴς τι и ἐπί τι Diod. — кончаться чем-л.
; 2) кончать, прекращать
ex. (τέν πραγματείαν εἴς τι Diod.)