Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επισταθμευω
ἐπισταθμεύω
ἐπι-σταθμεύω
; 1) быть размещенным на постой, быть расквартированным, размещаться
ex. (τινί Plut.)
; 2) pass. быть отведенным для постоя
ex. (οἰκίαι ἐπισταθμευόμεναι Plut.)
; 3) перен. занимать, наполнять, утомлять
ex. (τὰ ὦτα διαλέξεσιν σοφιστικαῖς Plut.)