Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποτασσω
ἀποτάσσω
ἀπο-τάσσω
атт. ἀποτάττω
; 1) устанавливать, назначать
ex. (χώραν τινί Plat.; χῶρος ἀποτεταγμένος Plut.)
; 2) расставлять, выстраивать
ex. (τὰς φυλακάς Polyb.; φρούρια Dem.)
; 3) med. расставаться, отрекаться
ex. (τινι NT.)
ἀ. συμβιώσει τῆς γυναικός Plut. — развестись с женой