Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προκαθιστημι
προκαθίστημι
προ-καθίστημι
; 1) заранее выставлять
ex. (φύλακας πρὸς στρατοπέδου Xen.; φυλακῆς μέ προκαθεστηκυίας Thuc.)
; 2) ранее устанавливать
ex. προκατεστησάμεθα Sext. — это мы установили выше;
ἐπὴ προκατασταθεῖσι τούτοις Sext. — по установлении этого