Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατερειπω
κατερείπω
κατ-ερείπω
Diod. κατερειπόω (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 κατήρῐπον, pf. κατερήρῐπα; pf. pass. κατερήρειμμαι)
; 1) разрушать, сокрушать
ex. (κατά μιν ἐρείπει πῦρ τε καὴ ὀξὺς Ἄρης Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.)
; 2) губить
ex. (τινά Plut.)
; 3) (с aor. 2) рушиться, погибать
ex. (τεῖχος κατερήριπεν Hom.)
κατήριπε ἐς ὕδωρ Theocr. — он утонул