Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαρριπτεω
διαρριπτέω
δια-ρριπτέω
(только praes. и impf.)
; 1) разбрасывать, бросать
ex. (κάρυ΄ ἐκ φορμίδος τοῖς θεωμένοις Arph.; τι εἰς τέν ὁδόν Aeschin.)
; 2) размахивать, вилять
ex. (ταῖς οὐραῖς и τὰς οὐράς Xen.)
; 3) бросаться
ex. (ἐν τῇ θαλάττῃ Xen.)