Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
βραβευω
βραβεύω
βρᾰβεύω
; 1) быть судьей на состязании, распределять награды, судить
ex. (ἅμιλλαν, τὸν ἀγῶνα τῶν Νεμείων Plut.)
; 2) постановлять, решать
ex. (τὰ δίκαια Dem.; τὰ τοῦ πολέμου, τὰ τῆς εἰρήνης Plut.)
τὰ παρά σοι βραβευόμενα Isocr. — принимаемые тобой решения
; 3) управлять, направлять
ex. (ὅπλα τε καὴ βέλη Plut.; φίλτρα Anth.)