Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταθλιβω
καταθλίβω
κατα-θλίβω
; 1) душить, сдавливать
ex. κ. τὸ πνεῦμα Plut. — затруднять дыхание
; 2) сгущать, уплотнять
ex. ἡ νοτερὰ ἀναθυμίασις καταθλιβεῖσα Plut. — сгустившиеся (в жидкость) влажные испарения