Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περικαλυπτω
περικᾰλύπτω
περι-κᾰλύπτω
; 1) (в виде завесы) расстилать, набрасывать (νέφος περὶ πάντα Hom.; σκότον τοῖσι πράγμασι Eur.);
; 2) покрывать кругом, окутывать (τὸ δένδρεον πίλῳ Her.; τινὰ ἐν ἱματίῳ Xen.; πάντοθεν χρυσίῳ NT):
π. πάσῃ σωτηρίᾳ τοὺς νόμους Plat. тщательно охранять законы;
; 3) скрывать, прятать (τι Plut.).