Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ολισθημα
ὀλίσθημα
-ατος τό
; 1) скользкое место, круча
ex. (κρημνῶν ὀλισθήματα Plut.)
ὀλισθήματα ὑδάτων Plat. — водная гладь
; 2) перен. преткновение, источник гибели
ex. (πραγμάτων μεγάλων ὀ. καὴ νόσημα Plut.)
τὰ καθ΄ ἕκαστον ὀλισθήματα καὴ πάθη Plut. — прегрешения и проступки отдельных лиц