Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διευκρινεω
διευκρινέω
δι-ευκρῐνέω
; 1) тщательно разделять, приводить в порядок
ex. (ὁπλίτας, ἱππέας, πελταστάς Xen.)
; 2) строго разграничивать
ex. (τὸ πιθανὸν τό τ΄ ἀμφιβόλως λεγόμενον Diog.L.)
; 3) отделять от примесей, очищать
ex. (διευκρινηθεὴς ὑπὸ τοῦ πυρός Luc.)
; 4) тщательно разбирать, исследовать
ex. (ὑπέρ и περί τινος Polyb.; med. τι Plat., Dem.)
; 5) (раз)решать, разбирать
ex. (τὰς διαφοράς и τὰ διαφέροντα, тж. περί τινος Polyb.)