Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκθερμαινω
ἐκθερμαίνω
ἐκ-θερμαίνω
; 1) согревать, греть
ex. (τὰ τέκνα Arst.)
; 2) нагревать
ex. (τὸ σῶμα ὑπὸ κινήσεως ἐκθερμαινόμενον Arst.)
; 3) выжигать, уничтожать огнем
ex. (τὸν ἐντὸς εὐρῶτα Plut.)
; 4) испарять нагреванием
ex. (ἱδρὼς ἐκθερμαίνεται Arst.)
; 5) разжигать, возбуждать
ex. (τὰς ψυχάς Plut.)