Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταληπτικος
καταληπτικός
κατα-ληπτικός
adj.=3 3
; 1) останавливающий, прекращающий
ex. κ. τοῦ θορυβητικοῦ Arph. — умеющий унимать шум
; 2) схватывающий, восприимчивый
ex. (φαντασία Plut., Luc., Sext.)