Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επαραρισκω
{*}ἐπαραρίσκω
ἐπ-αραρίσκω
(aor. 1 ἐπῆρσα, pf. ἐπάρηρα, aor. 2 med. sync. ἐπάρμενος; для неперех. знач.: pf. ἐπάρηρα, ppf. ἐπαρήρειν)
; 1) прилаживать, приделывать, прикреплять
ex. (θύρας σταθμοῖσιν Hom.)
; 2) быть прилаженным, укрепленным
ex. (μία κληῒς ἐπαρήρει Hom.)
ὅπλα ἐπάρμενα Hes. — прочные снасти:
ἐπάρμενος βίος Hes. — заготовленные съестные припасы