Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταρρεπω
καταρρέπω
κατα-ρρέπω
; 1) наклоняться, склоняться, опускаться Polyb., Plut., Epicur. ap. Plut.
; 2) бросать вниз, низвергать
ex. (τύχη ὀρθοῖ καὴ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τὸν δὲ δυστυχοῦντ΄ ἀεί Soph.)