Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προστρεχω
προστρέχω
προσ-τρέχω
(fut. προσδρᾰμοῦμαι, aor. 2 προσέδραμον)
; 1) прибегать, подбегать
ex. (τινί Arph., Xen.; πρός τινα Plat. и ἐπί τι Luc.)
; 2) совершать набег, нападать
ex. (πρός τινα Xen.)
; 3) приходить, приближаться
ex. (πρὸς τέν ἀλήθειαν Polyb.)
; 4) переходить, присоединяться
ex. (πρὸς τέν τῶν πολλῶν γνώμην Polyb.)
; 5) приключаться, случаться
ex. τοιούτων ἐλαττωμάτων τοῖς Ἀθηναίοις προσδραμόντων Diod. — после этих поражений афинян