Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αμβλυνω
ἀμβλύνω
(ῡ)
; 1) притуплять
ex. (ἀμβλύνεται κοπίς Soph. и τὸ ὀξύ Arst.; δόναξ ἀμβλυνθείς Anth.; ὄμματος αὐγέν ἀ. Anth.)
; 2) ослаблять, уменьшать
ex. (τὸ ψυχρόν Arst.; τέν ἀκμέν τῆς δυνάμεως Plut.)
θέσφατ΄ οὐκ ἀμβλύνεται Aesch. — предсказания оказываются правильными;
τῆς ξυμφορᾶς τῷ ἀποβάντι ἀμβλύνεσθαι Thuc. — пасть духом вследствие неблагоприятного оборота дел;
ἀ. ἄκρατον Plut. — уменьшать крепость вина
; 3) умерять, сдерживать, успокаивать
ex. (τινά Plut.)