Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκυκλοω
ἐγκυκλόω
ἐγ-κυκλόω
тж. med.
; 1) обводить кругом
ex. (ὀφθαλμόν Eur.)
; 2) обходить кругом, объезжать
ex. (βουλόμενος ἐγκυκλωθῆναι πᾶσαν Σικελίαν Diod.)
; 3) обвивать
ex. (αἱ ἐγκυκλωθεῖσαι ἐπ΄ ἀλλήλοις σπεῖραι Diod.)
; 4) окружать
ex. (ὁ χθόν΄ ἐγκυκλούμενος αἰθήρ Eur.; ἐγκυκλωσάμενοι καὴ περιχυθέντες Plut.)
ὥσπερ φωνή μέ τις ἐγκεκύκλωται Arph. — словно чей-то голос окружал меня, т.е. послышался возле меня