Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επερομαι
{*}ἐπέρομαι
ἐπ-έρομαι
ион. ἐπείρομαι (fut. ἐπερήσομαι, aor. 2 ἐπηρόμην)
; 1) снова спрашивать
ex. (τι Xen.)
; 2) спрашивать
ex. (τινά τι Her., Arph. или περί τινος Her.)
; 3) вопрошать
ex. (τὸν θεόν Her., Thuc., Arph.)
; 4) обращаться с запросом, запрашивать
ex. (τέν γνώμην Plat.; τινα Thuc., Arst.)
; 5) ставить на голосование
ex. (ταῦτ΄ ἐπήρετο ὁ ἐπιστάτης, διεχειροτόνησεν ὁ δῆμος Dem.)