Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενεργητικος
ἐνεργητικός
ἐν-εργητικός
adj.=3 3
; 1) действующий
ex. (τὸ κινητικόν ἐστιν ἐνεργητικὸν τοῦ κινητοῦ Arst.)
; 2) деятельный
ex. (αὐτοπάθεια Polyb.)
; 3) грам. действительный, активный
ex. (ῥήματα)