Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατεδω
κατέδω
κατ-έδω
эп. κατεσθίω (fut. κατέδομαι, pf. κατεδήδοκα - эп. κατέδηδα; pass.: aor. κατηδέσθην, pf. κατεδήδεσμαι)
; 1) съедать, пожирать
ex. (φῶτας Ἀρηϊφάτοος Hom.; σὰρξ κατεδηδεσμένη Plut.)
; 2) проедать, истреблять
ex. (οἶκον, κτῆσιν Hom.)
; 3) перен. снедать, глодать, терзать
ex. ὃν θυμὸν κατέδων Hom. — терзаясь душой