Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
φιλοχωρεω
φιλοχωρέω
φιλο-χωρέω
охотно обитать, оставаться
ex. (οὐκ ἐκλείπειν τέν νῆσον, ἀλλ΄ αἰεὴ φ. Her.)
φιλοχωρῆσαι τοῖς περὴ τὸ Βυζάντιον τόποις Polyb. — предпочесть остаться в окрестностях Византии;
ἐπιμένειν καὴ φ. τῇ ἱστορίᾳ Plut. — продолжать заниматься историей;
φ. περὴ τοὺς ἀρχαίους ἐθισμούς Plut. — придерживаться древних обычаев