Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιταρασσω
ἐπιταράσσω
ἐπι-τᾰράσσω
атт. ἐπιτᾰράττω (кроме того, также)
; 1) приводить в смятение, смущать, расстраивать, тревожить
ex. (αὐτὸν ἡ ὄψις τοῦ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε Her.)
; 2) мешать
ex. (τοὺς λογισμούς Plut.)
; 3) нарушать, прерывать
ex. (τὰς οἰμωγάς Luc.)