Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ποικιλμα
ποίκιλμα
-ατος τό
; 1) расшитая или узорчатая ткань
ex. (πολλαὴ βαφαὴ τοῦ ποικίλματος Aesch.)
; 2) узор, орнамент, роспись
ex. (τὰ ποικίλματα καὴ τὰ πλάσματα Plat.)
ὁ πέπλος μεστὸς τῶν ποικιλμάτων Plat. — богато расшитое платье;
τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ποικίλματα Plat. — узоры на небе, т.е. созвездия
; 3) разнообразие, многообразие
ex. (τὰ τῶν ὀσμῶν ποικίλματα Plat.)