Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ολισθανω
ὀλισθάνω
Plut. ὀλισθαίνω <λίσπος и λισσός> (fut. ὀλισθήσω, aor. 2 ὤλισθον - эп. ὄλισθον; поздн. aor. 1 ὠλίσθησα, pf. ὠλίσθηκα) скользить
ex. ὄλισθε θέων Hom. — (Эант) поскользнулся на бегу;
ἐξ ἀντύγων ὤλισθε Soph. — (Орест) скатился с колесницы;
ὀλισθεῖν ἐπ΄ ἰσχίον Anth. — (поскользнувшись), упасть на бедро;
ὀλισθεῖν εἰς νοῦσον Anth. — заболеть