Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποκλινω
ἀποκλίνω
ἀπο-κλίνω
(ῑ) (aor. pass. ἀπεκλίθην - Theocr. ἀπεκλίνθην)
; 1) отклонять, смещать, поворачивать(ся)
ex. (εἰς αὗλιν HH.; ἐπ΄ ἀριστερά Theocr.; τὰ πρὸς τέν Γέλαν ἀποκεκλιμένα τῆς χώρας μἐρη Diod.)
; 2) перен. перетолковывать
ex. (ὄνειρον ἄλλῃ Hom.)
; 3) опрокидывать
ex. (ἀποκλινθέντος τοῦ φορείου Plut.)
; 4) pass. склоняться к закату
ex. (ἡμέρας ἀποκλινομένης Her.)
; 5) (о местности) быть обращенным
ex. (πρὸς τέν ἠῶ Her.; πρὸς τὰς ἄρκτους Polyb.)
; 6) быть склонным, склоняться
ex. (πρός τι Plat., Arst., Plut., εἴς τι Plat., Plut. и ἐπί τι Isocr., Dem.)
; 7) быть благосклонным
ex. (πρός τινα Dem.)
; 8) кончаться, пропадать Soph.